ὀνοστάσιον
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (ὄνος, στάσις) ass-stall, Gloss.
German (Pape)
[Seite 350] τό, Eselstall, VLL.; auch ὀνόστασις wird angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοστάσιον: τό, (ὄνος, στάσις) στάβλος ὄνων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)
στάβλος όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλο-στάσιον].