λυπρόγεως
From LSJ
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
English (LSJ)
ων, with poor soil, Ph. 2.294, App. Hisp. 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόγεως: -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
λυπρόγεως, -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)
1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον
η ξηρότητα της γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό-γεως, μελάγ-γεως].
German (Pape)
ων, att. = λυπρόγαιος.