ἱματισμός

From LSJ
Revision as of 19:21, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμᾰτισμός Medium diacritics: ἱματισμός Low diacritics: ιματισμός Capitals: ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: himatismós Transliteration B: himatismos Transliteration C: imatismos Beta Code: i(matismo/s

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.

Russian (Dvoretsky)

ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.

English (Strong)

from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.

Greek Monotonic

ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ἱμᾰτισμός, ὁ, ἱματίζω
clothing, apparel, Theophr.

Chinese

原文音譯:ƒmatismÒj 希馬提士摩士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:衣服(著)
字義溯源:服裝,服飾,衣服,裏衣,華麗衣服;源自(ἱματίζω)=穿上服裝);而 (ἱματίζω)出自(ἱμάτιον)=衣裳), (ἱμάτιον)出自(ἔννομος)X*=穿著)。參讀 (ἔνδυμα)同義字參讀 (ἱμάτιον)同源字
出現次數:總共(6);太(1);路(2);約(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編
1) 衣服(3) 路7:25; 路9:29; 徒20:33;
2) 裏衣(2) 太27:35; 約19:24;
3) 華麗衣服(1) 提前2:9