αἰχμαλωτίς

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίς Medium diacritics: αἰχμαλωτίς Low diacritics: αιχμαλωτίς Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣ
Transliteration A: aichmalōtís Transliteration B: aichmalōtis Transliteration C: aichmalotis Beta Code: ai)xmalwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος
1 prisionera, cautiva χεῖρες S.Ai.71, γυνή E.Andr.962, Hec.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.Ph.185, κόραι E.Ph.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.
2 subst. la prisionera, la cautiva τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo), S.Ai.1228, cf. E.Hec.615, Tr.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX Ge.31.26.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst.αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

German (Pape)

ίδος, ἡ, die Kriegsgefangene, Soph. Aj. 1207; Eur. Troad. 28; Polyb. 10.18.7. – Adj., χείρ Soph. Aj. 71.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτίς: ίδος adj. f пленная: τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνειν Soph. связывать назад руки пленников.
ίδος ἡ пленница Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) αἰχμάλωτος
1. (ως επίθ. θηλ. του αιχμάλωτος
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του αἰχμάλωτος, σε Σοφ.

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος [fem. of αἰχμάλωτος, Soph.]