φίλερις
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, fond of strife, disputatious, quarrelsome, Arist.SE171b26, Axionic.6.9, Phld. Piet.95, Muson.Fr. 16p.86H.
German (Pape)
[Seite 1276] ιδος, zankliebend, streitsüchtig; Arist. soph. el. 11; Axionic. bei Ath. VI, 240 a.
Russian (Dvoretsky)
φίλερις: ῐδος adj. любящий спорить, придирчивый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φίλερις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἔριδας, ἐριστικός, φιλόνικος, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 11. 5· οἷον φίλερίς τίς ἐστι καὶ μάχεταί τὶ μοι Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 9, Μουσών. παρὰ Στοβ. 459. 49.
Greek Monolingual
-ι, ΝΑ
(λόγιος τ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρις «διένεξη, διχόνοια» (πρβλ. δύσ-ερις)].