τυμπανόδουπος

From LSJ
Revision as of 16:13, 2 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνόδουπος Medium diacritics: τυμπανόδουπος Low diacritics: τυμπανόδουπος Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: tympanódoupos Transliteration B: tympanodoupos Transliteration C: tympanodoupos Beta Code: tumpano/doupos

English (LSJ)

ον, sounding with drums, Orph.H.14.3.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνόδουπος: -ον, ὁ ἠχῶν διὰ τῆς κρούσεως τυμπάνων, Ὀρφ. Ὕμν. 13. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί με την κρούση τυμπάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + δοῦπος (πρβλ. ασπιδό-δουπος)].

German (Pape)

mit Pauken lärmend, von Pauken umlärmt, Orph. H. 13.3.