Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψάλσιμο

From LSJ
Revision as of 15:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους
2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο του παπά»)
3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα
β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρ-σιμο)].