ψηφίδα

From LSJ
Revision as of 20:40, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 493

Greek Monolingual

η / ψηφίς, -ῑδος, ΝΜΑ
μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας
αρχ.
1. (γενικά) κομματάκι πέτρας, πετραδάκι («ψηφὶς ἐμπεσοῦσα τῷ ὕδατι», Γρηγ. Ναζ.)
2. μικρή πέτρα με την οποία αριθμούσαν
3. πολύτιμος λίθος δεμένος σε δαχτυλίδι («λάμπουσιν... οἱ ὀφθαλμοὶ καθάπερ ἐν χρυσῇ σφενδόνῃ ψηφίς», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. λεπ-ίς)].