ἑτερήμερος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ον, on alternate days, day and day about, ζώουσ' ἑτερήμεροι, of the Dioscuri, Od.11.303, cf. Ph. 2.189, Jul.Or.4.147a; ἑ. ὁ βίος τῶν ἀσκητῶν Ph.1.643; of an intermittent fever, Orph.L.633.
German (Pape)
[Seite 1048] einen Tag um den andern, z. B. wie Castor u. Pollux, ζώουσ' ἑτερήμεροι Od. 11, 303; vom Wechselfieber, Orph. Lith. 17, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit un jour sur deux en parl. de Castor et Pollux.
Étymologie: ἕτερος, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερήμερος: чередующийся через день: ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσιν Hom. (Кастор и Полидевк) попеременно через день то живут, то умирают.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερήμερος: -ον, ὁ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν (ζῶν), περὶ τῶν Διοσκούρων, ἄλλοτε μὲν ζώουσ’ ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δ’ αὗτε τεθνᾶσιν Ὀδ. Λ. 303, πρβλ. Φίλωνα 2. 189· ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, Ὀρφ. Λιθ. 627. ― Ἐπίρρ. ἑτερημέρως Ν. Χων. σ. 596. 2, ἔκδ. Β.
English (Autenrieth)
(ἡμέρη): on alternate days, pl., Il. 11.303†.
Greek Monolingual
ἑτερήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μέρα παρά μέρα (για τους Διοσκούρους)
2. αυτός που συμβαίνει μέρα παρά μέρα.
επίρρ...
ἑτερημέρως
(Μ) μέρα παρά μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ήμερος (< ημέρα), πρβλ. τρι-ήμερος].
Greek Monotonic
ἑτερήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που γίνεται μέρα παρά μέρα, αυτός που ζει μέρα παρά μέρα, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἑτερ-ήμερος, ον ἡμέρα
on alternate days, day and day about, of the Dioscuri, Od.