μεταστύλιον
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
[ῡ], τό, intercolumniation, IG22.1668.63, Milet.7p.56: pl., IG11(2).199A73 (Delos, iii B. C.); spaces between pilasters, Rev. Phil.43.186,199; colonnade, D.C.68.25.
German (Pape)
[Seite 154] τό, der Raum zwischen den Säulen, Säulengang, D. Cass. 68, 25, v.l. μεταστήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστύλιον: τό, διάδρομος μεταξὺ στύλων, Δίων Κ. 68. 25.
Greek Monolingual
μεταστύλιον, τὸ (Α)
1. το μεσόστυλο
2. το διάστημα μεταξύ τών κιόνων, το μετακιόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -στύλιον (< στύλος), πρβλ. επιστύλιον, περιστύλιον].
Translations
colonnade
Arabic: رِوَاق; Bengali: রোয়াক; Bulgarian: колонада; Catalan: columnata; Chinese Mandarin: 柱廊, 列柱; French: colonnade; German: Kolonnade; Ancient Greek: στοά, στοιά, στοίη, στωϊά, τετράστυλον, μεταστύλιον, περίστυλον, στύλωσις; Hungarian: oszlopsor, oszlopcsarnok, kolonnád; Irish: colúnra; Italian: colonnato; Japanese: コロネード, 列柱; Macedonian: колонада; Polish: kolumnada, perystaza; Portuguese: colunata; Russian: колоннада; Slovene: stebrišče; Spanish: columnata; Swedish: pelargång, kolonnad; Welsh: pendist, colofnres