ὀζώδης

From LSJ
Revision as of 10:58, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζώδης Medium diacritics: ὀζώδης Low diacritics: οζώδης Capitals: ΟΖΩΔΗΣ
Transliteration A: ozṓdēs Transliteration B: ozōdēs Transliteration C: ozodis Beta Code: o)zw/dhs

English (LSJ)

(A), ὀζώδες, (ὄζος) A having branches, opp. ἄοζος, Thphr.HP1.5.4, al.; of a form of coral, Dsc.5.122. II having knots in it, of timber, Thphr.HP3.10.4 (Comp.), cf. Plin.HN16.65.
(B), ὀζώδες, (ὄζω) = ὀδμώδης, EM775.8, Sch.Nic.Al.437, Tz.H. 8.991.

German (Pape)

[Seite 296] ες (ὄζος), ästig, zweigig, knotig, Theophr. u. Sp. ες (ὄζω), riechend, stinkend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζώδης: -ες, (ὄζος, εἶδος) ὁ ἔχων κλάδους ἀντίθετ. τῷ ἄοζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων κόμβους ἢ ῥόζους, ἐπὶ ξύλου, αὐτόθι 3. 10, 4, ἴδε Πλίν. 16. 25. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄζω) = ὀσμώδης, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 436.

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].