μηλοειδής
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ές, = μηλινοειδής, apple-like, quince-yellow, yellowish Dsc.4.68 codd., Gal.13.509.
German (Pape)
[Seite 173] ές, apfelförmig, apfelartig, bes. quittengelb, quittegelb, apfelfarbig, quittenfarbig Sp.
Greek Monolingual
μηλοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα ή χρώμα μήλου, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -ειδής].