ἀντικάτημαι
From LSJ
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
English (LSJ)
ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.
Spanish (DGE)
v. ἀντικάθημαι.
German (Pape)
[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντικάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικάτημαι: ион. = ἀντικάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.
Greek Monotonic
ἀντικάτημαι: -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.