ὑπομνηματίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομνημᾰτίζομαι Medium diacritics: ὑπομνηματίζομαι Low diacritics: υπομνηματίζομαι Capitals: ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypomnēmatízomai Transliteration B: hypomnēmatizomai Transliteration C: ypomnimatizomai Beta Code: u(pomnhmati/zomai

English (LSJ)

Med., A note down for remembrance, make a memorandum of, τι Plu.2.120d, etc. 2 write memoirs or annals, Plb.5.33.5; ὑ. τὰς Ἀλεξάνδρου πράξεις Str.2.1.9:—Pass., to be recorded, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο τάδε LXX 1 Es.6.22(23); so freq. in Pap., ἀξιοῦσιν -ισθῆναι τὴν ἔντευξιν αὐτῶν PHamb.29.15 (i A. D.), cf. PRyl. 77.46 (ii A. D.), etc. b write a treatise, ὑ. τι περὶ ὕψους Longin.1.2; treat of a subject, Demetr.Lac.Herc.1055.23. 3 explain, interpret, οἱ ὑπομνηματισάμενοι commentators, A.D.Synt.156.12, Sch.S. OC390: so in Act., ὁ τὴν Ὀδύσσειαν -ίζων, ὁ Ὅμηρον -ίσας, St.Byz. s. vv. Δωδώνη, Ἐρυθραί, cf. Syrian. in Hermog.1.1 R.

French (Bailly abrégé)

consigner dans des notes, dans des mémoires, acc..
Étymologie: ὑπόμνημα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομνημᾰτίζομαι: делать заметки, записывать (τι Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομνημᾰτίζομαι: μέσ., σημειοῦμαί τι χάριν μνείας, ἀναγράφω τι εἰς σημειωματάριον, τι Πλούτ. 2. 120Ε, κλπ.· ὑπ. περί τινος Λογγῖν. 1. 2, κλπ.· - γράφω σημειώσεις ἀπὸ μνήμης ἢ χρονικά, Πολύβ. 5. 33, 5· ὑπ. τὰς πράξεις Στράβ. 70· - ὁ ὑπερσυντέλικ. ἐπί παθ. σημασίας, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο ταῦτα Ἑβδ. (Ἔσδρ. ϛʹ, 22). 2) ἑρμηνεύω, σχολιάζω, Φιλόξενος ὁ τὴν Ὀδύσσειαν ὑπομνηματίζων Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Δωδώνη· οἱ ὑπομνηματισάμενοι, οἱ ἑρμηνευταί, σχολιασταί, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 158.

Greek Monolingual

Α
βλ. υπομνηματίζω.