συνορίζω

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνορίζω Medium diacritics: συνορίζω Low diacritics: συνορίζω Capitals: ΣΥΝΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synorízō Transliteration B: synorizō Transliteration C: synorizo Beta Code: sunori/zw

English (LSJ)

A bring together, opp. διακρίνω, Arist.Cael.307a33, b2:— Pass., v.l. in Ptol.Harm.1.9. 2 Med., give one's consent to a boundary, Sammelb.5240.15(i A.D.). 3 Med., bet (cf. συντίθημι B. 11.3), συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον Aesop.55. II intr., = συνορέω, to be conterminous with, c. dat., OGI221.69 (Ilium, iii B.C.), Antig.Mir.78, D.S.1.30, Peripl.M.Rubr.64: with πρός c. acc., Scymn.839: abs., D.S.14.44, 17.4.

German (Pape)

mit in dieselben Grenzen bringen und vereinigen, Arist. coel. 3.8, im Gegensatz von διακρίνειν; – intr., mit angrenzen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συνορίζω:
1 заключать в те же границы Arst.;
2 быть сопредельным, граничить (τινί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συνορίζω: μέλλ. -ίσω. ὁρίζω, περιορίζωπεριλαμβάνω ἐντὸς τῶν αὐτῶν ὁρίων, Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 8, 12. ― Παθητ., Πτολεμ. Ἁρμ. 22C. ΙΙ. ἀμεταβ. = συνορέω, συνορεύω, εἶμαι ὅμορος, τινὶ Διόδ. 1. 30, Ἀρρ.· ἀπολ., Διόδ. 14. 44., 17. 4.

Greek Monolingual

ΜΑ ὁρίζω
μέσ. συνορίζομαι
στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον», Αισώπ. Μύθ.)
αρχ.
1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω
2. (με δοτ.) συνορεύω
3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο.