ὀξυωπής

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠωπής Medium diacritics: ὀξυωπής Low diacritics: οξυωπής Capitals: ΟΞΥΩΠΗΣ
Transliteration A: oxyōpḗs Transliteration B: oxyōpēs Transliteration C: oksyopis Beta Code: o)cuwph/s

English (LSJ)

ές, (ὤψ) A sharp-sighted, ὀφθαλμοὶ -έστατοι Arist.HA492a9; ὁ ἁλιάετος -έστατος ib.620a2, cf. Luc.Icar.14 : Comp. -έστερος Ph.1.531, 2.546. Adv., -έστερον βλέπεις Suid. s.v. Λυγκέως; -έστατα ὁρᾶν Ph.1.338; βλέπειν Herm. ap. Stob.1.49.45. 2 metaph., θίξις -εστέρα Marcellin.Puls.19. II Act., sharpening the sight, Dsc.3.45.

German (Pape)

[Seite 355] ές, scharfsichtig, der scharf sieht; Arist. H. A. 1, 10, im superl.; Folgde, wie Luc. Icaromen, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la vue perçante.
Étymologie: ὀξύς, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠωπής: обладающий острым зрением, зоркий (ὀφθαλμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυωπής: -ές, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀξεῖαν τὴν ὅρασιν, ὀφθαλμοὶ ὀξυωπέστατοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 10, 2· ὁ ἁλιάετος ὀξυωπέστατος αὐτόθι 9. 34, 5, πρβλ. Λουκιαν. Ἰκαρ. 14· - Ἐπίρρ., ὀξυωπέστερον ὁρᾶν, -έστατα βλέπειν Σουΐδ. ἐν λέξ. Λυγκέως, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 988. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ τὴν ὅρασιν ὀξύνων, Διοσκ. 3 52.

Greek Monolingual

ὀξυωπής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δυνατή όραση («τῶν δ' ὀφθαλμῶν οἱ μὲν μεγάλοι, οἱ δὲ... ὀξυωπέστατοι ἐπὶ παντὸς ζώου», Αριστοτ.)
2. αυτός που οξύνει, που ενισχύει την όραση. Επίρρ. (στον συγκριτ. και στον υπερθ.) ὀξυωπέστερον, ὀξυωπέστατα
με δυνατότερη ή με πολύ οξεία όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ωπής (< ὄπωπα), πρβλ. πολυωπής].

Greek Monotonic

ὀξυωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει οξεία, ανεπτυγμένη όραση, σε Αριστ., Λουκ.

Middle Liddell

ὀξυ-ωπής, ές [ὤψ]
sharp-sighted, Arist., Luc.