ταύρεος
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
α, ον, A = ταύρειος, κόλλα IG22.1672.161; τὰ τ. τύμπανα Lyr. Alex.Adesp. 37.16; τ. κέρατα Orph.Fr.168.14; ζωστήρια PLond.2.402v.8 (ii B.C.). II epithet of Poseidon in Boeotia (cf. ταῦρος 1.2), Hes.Sc.104, because bulls were offered to him at Onchestus, acc. to Sch.; written Ταύρειος, Hsch. s.v. ταῦρος; Ταύριος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1073] = ταύρειος, Beiwort des Poseidon, Hes. Sc. 104, entweder weil ihm Stiere geopfert wurden, nach Tzetz., od., nach Voß myth. Briefe II p. 276, weil er den Stieren an niedrigen Meerufern Weide giebt, oder, nach der gewöhnlichsten Ansicht, weil er, wie die Flußgötter, mit einem Stierhaupte oder wenigstens mit Stierhörnern dargestellt wurde, obwohl sich dies durchaus nicht nachweisen läßt.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de taureau.
Étymologie: ταῦρος.
Greek (Liddell-Scott)
ταύρεος: -α, -ον, = ταύρειος, Σῳζομ. ΙΙ. ἐπίθετον τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Βοιωτίᾳ (πρβλ. ταῦρος 2), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 104, ἐπειδή, ὡς λέγει ὁ Σχολ., ταῦροι ἐθύοντο εἰς αὐτὸν ἐν Ὀγχηστῷ· ἴδε Göttling ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-έα, -ον, Α
βλ. ταύρειος.
Greek Monotonic
ταύρεος: -α, -ον, = ταύρειος· επίθ. του Ποσειδώνα στη Βοιωτία, από την προσφορά βοδιών σε αυτόν, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ταύρεος, η, ον = ταύρειος
epithet of Poseidon in Boeotia, because bulls were offered to him, Hes.