ἐποικίζω
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
A settle in a colony, τινὰς πόλεσι App.BC1.96, etc.:—Pass., to be built ṇear, τεῖχος ἐπὶ τῇ Σαλώνῃ -ισμένον D.C.56.12. II = ἐπιτειχίζω, τινί Paus.4.26.6:—Pass., ib.28.1. III bring into cultivation, ἔδωκεν.. γῆν ψιλὴν ἀγρὸν ἐποικίσαι SIG302 (Gambreum, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1006] ansiedeln, in eine schon bewohnte Stadt als Kolonist hinbringen, ταῖς πλείοσι πόλεσι τοὺς ἑαυτῷ συστρατευσαμένους ἐπῴκισεν App. B. C. 1, 96; Hisp. 56; übh. mit Kolonisten bevölkern, Paus. 4, 28; – dabei, daran bauen, errichten, τεῖχος ἐπί τινι πόλει D. Cass. 56, 12; dagegen errichten, gründen, πόλιν Λακεδαιμονίοις Paus. 4, 26, 6. Vgl. ἐπιτειχίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἐγκαθιστῶ τινα ὡς ἔποικον ἔν τινι πόλει, ταῖς δὲ πλείοσι (πόλεσι) τοὺς ἑαυτῷ στρατευομένους ἐπῴκιζεν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 96, κτλ., ἐν τῷ Παθ., καταφυγόντι εἰς Ἀνδήριον τεῖχος, ἐπ᾿ αὐτῇ τῇ Σαλώνῃ ἐπῳκισμένον Δίων Κ. 56. 12. ΙΙ. ἐπιτειχίζω, τινὶ Παυσ. 4. 26, 6., 28. 1. ΙΙΙ. καλλιεργῶ, ἔδωκεν... κῆπον ἐποικίσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3561.
Greek Monolingual
(AM ἐποικίζω) έποικος
1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο
νεοελλ.
εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις
αρχ.
1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις»)
2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. έποικος σχηματίστηκαν στην Αρχαία δύο παράγωγα ρήματα, τα εποικώ και εποικίζω, που διαφέρουν σημασιοσυντακτικώς κατά το ότι το ρ. εποικίζω έχει μεταβατική και μάλιστα «μεταβιβαστική» ή «επιτελεστική» σημασία (εποικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου, τον εγκαθιστώ ως έποικο), ενώ το εποικώ έχει αμετάβατη σημασία (εποικώ = εγκαθίσταμαι ως έποικος). Αντίστοιχη ήταν η σημασιοσυντακτική διαφορά μεταξύ των ρ. αποικώ και αποικίζω, τα οποία αρχικώς φαίνεται πως διέφεραν σημασιολογικώς από τα εποικώ-εποικίζω στο ότι δήλωναν «μόνιμη εγκατάσταση» στην ξένη έναντι της «προσωρινής εγκαταστάσεως» που δήλωναν κυρίως τα εποικώ-εποικίζω].