ὀμφάκιον

From LSJ
Revision as of 10:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰκιον Medium diacritics: ὀμφάκιον Low diacritics: ομφάκιον Capitals: ΟΜΦΑΚΙΟΝ
Transliteration A: omphákion Transliteration B: omphakion Transliteration C: omfakion Beta Code: o)mfa/kion

English (LSJ)

τό, A omphacium, juice of unripe grapes, Dsc.5.5, Gal. 12.902; also, oil made from unripe olives, Hp.Acut.(Sp.)65, Mul.2.189, Plin.HN12.130, PTeb.273.33 (ii/iii A.D.). II = ὄμφαξ 11.2, Aristaenet.2.7 (τοῦ στέρνου μῆλα being prob. a gloss).

German (Pape)

[Seite 343] τό, Oel von grünen, unreifen Oliven, Diosc., eigtl. neutr. von

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφάκιον: [ᾰ], τό, ὁ χυμὸς ἀώρων σταφυλῶν, «ὀμφάκιον, ἔστι μὲν χυλὸς ὄμφακος Θασίας σταφυλῆς μήπω περκαζούσης, ἢ Ἀμιναίας» Διοσκ. 5. 6· ὡσαύτως, ἔλαιον λαμβανόμενον ἐξ ἀώρων ἐλαιῶν, Ἱπ. 407. 15, πρβλ. Πλίν. 12. 60.
ΙΙ. = ὄμφαξ ΙΙ. 2, Ἀρισταίν. 2. 7 (ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου, οἱ μαστοὶ νεαρᾶς κόρης, εἶναι πιθανῶς γλώσσημα).

Greek Monolingual

ὀμφάκιον, τὸ (Α) όμφαξ
1. χυμός άγουρων σταφυλιών
2. έλαιο που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο
3. στον πληθ. τὰ ὀμφάκια
οι σκληροί μαστοί μικρής σε ηλικία κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῦ στέρνου», Αρισταίν.).