Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπαγωγεύς

From LSJ
Revision as of 17:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰγωγεύς Medium diacritics: ὑπαγωγεύς Low diacritics: υπαγωγεύς Capitals: ΥΠΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: hypagōgeús Transliteration B: hypagōgeus Transliteration C: ypagogeys Beta Code: u(pagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A tool for shaping and adjusting bricks or tiles, trowel, Ar.Av.1149 (ubi v. Sch.); cf. Hermipp.69: v. ἐπαγωγεύς. 2 plasterer, IG22.1672.31. II the bridge of a stringed instrument, = ὑποβολεύς, Nicom.Harm.10.

German (Pape)

[Seite 1180] έως, ὁ, 1) eine Maurerkelle; Ar. Av. 1149, Schol. ξυστήρ, πλατὺ σίδηρον, ᾡ ξύουσι τὸν πηλόν; vgl. Poll. 7, 125. – Ein Folterwerkzeug, VLL. – 2) ein beweglicher Steg an Saiteninstrumenten, wie ὑποβολεύς, Nicom. arithm. 2, 27 und Music.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰγωγεύς: έως ὁ лопатка каменщика Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰγωγεύς: έως, ὁ, «ἐργαλεῖον οἰκοδομικὸν ᾧ ἀπευθύνουσι τὰς πλίνθους πρὸς ἀλλήλας˙ τινὲς δὲ αὐτὸ παράξυστον καλοῦσι˙ εἰ μὴ ἄρα πηλόν τινα οὕτω καλοῦσι˙ τοιοῦτον γάρ τι καὶ Ἕρμιππος ἐν τοῖς τριμέτροις ἐμφανίζει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1149. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπαγωγεύς· πρὸς πλίνθων οἰκοδομὴν πηλός», πρβλ. Meineke εἰς Κωμ. 1, σ. 93. ΙΙ. τὸ ξύλινον ὑποστήριγμα, ἡ γέφυρα τῶν ἐγχόρδων ὀργάνων, ἄλλως ὑποβολεύς, Νικομ. Ἁρμ. σελ. 18.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. οικοδομικό εργαλείο με το οποίο έξυναν τον πηλό
2. η γέφυρα τών έγχορδων οργάνων
3. σοβατζής
4. (κατά τον Ησύχ.) «πρὸς πλίνθων oἰκοδομὴν πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. προσαγωγεύς)].