κυσός

From LSJ
Revision as of 10:13, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυσός Medium diacritics: κυσός Low diacritics: κυσός Capitals: ΚΥΣΟΣ
Transliteration A: kysós Transliteration B: kysos Transliteration C: kysos Beta Code: kuso/s

English (LSJ)

ὁ, A = κύσθος, 1, Hsch. II = πυγή, Id. III = κύστις, Herod.2.44, Lyr.Adesp.25. [ῡ Herod.l.c., prob. in Call.Iamb.1.159; ῠ dub. in Lyr.Adesp. l.c.; κῦσος Theognost.Can.72.]

German (Pape)

[Seite 1538] ὁ, = κύσθος, von VLL. πυγή u. γυναικεῖον αἰδοῖον erkl. Es hängt mit κύω zusammen. Vgl. κύσθος, κύστις, κύτος, κύσσαρος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 = κύσθος Hsch;
2 = πυγή Hsch;
3 = κύστις HDT.
Étymologie: DELG cf. lat. cunnus.

Greek (Liddell-Scott)

κυσός: ὁ, (κύω) «γυναικεῖον αἰδοῖον» Ἡσύχ. ΙΙ. = πυγὴ παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

κυσός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) κύσθος, αιδοίο
β) «πυγή»
2. κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κύσθος (Ι)].