Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρίβλητος

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Sophocles, Antigone, 883
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐβλητος Medium diacritics: πυρίβλητος Low diacritics: πυρίβλητος Capitals: ΠΥΡΙΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pyríblētos Transliteration B: pyriblētos Transliteration C: pyrivlitos Beta Code: puri/blhtos

English (LSJ)

ον, A struck by fire, Nonn.D.8.355: metaph., fevered, Nic.Th.774. II Act.,= πυροβόλος, ἀκίδες AP12.76 (Mel.), cf. Nonn.D.30.91.

German (Pape)

[Seite 822] mit Feuer geworfen; Nic. Ther. 774; Maneth. 4, 421; – ἀκίδες, Mel. 17 (XII, 76), akt., = πυροβόλος.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίβλητος: мечущий пламя, т. е. жгучий (ἀκίδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίβλητος: -ον, ὁ βληθείς, κτυπηθεὶς διὰ πυρός, Νόνν. Δ. 8. 355· μεταφ., ὁ πυρέσσων, Νικ. Θηρ. 774. ΙΙ. ἐνεργ. = πυροβόλος· ἀκίδες Ἀνθ. Π. 12. 76, Νόνν. Δ. 30. 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός που βάλλεται με τη χρήση φωτιάς
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εκτοξεύει φωτιά («πυρίβλητοι ἀκίδες», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
μτφ. αυτός που έχει πυρετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνόβλητος, χιονόβλητος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίβλητος -ον [πῦρ, βάλλω] vuurschietend.