πρόπυλον
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
τό, freq. in plural, = προπύλαια, Hdt.2.91, Hp.Epid.4.42, S.El. 1375, E.HF523, etc.: in sg., IG12.891, Arist.Ath.15.4, AP6.114 (Simm.), IG22.1046. 13, Inscr. in PFay.p.32, Plu.2.363f, etc.
German (Pape)
[Seite 741] τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vestibule d'un temple, d'un palais.
Étymologie: πρό, πύλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόπυλον -ου, τό [πρό, πύλη] meestal plur., poortgebouw (voor een tempel).
Russian (Dvoretsky)
πρόπῠλον: τό тж. pl. Her., Soph. etc. = προπύλαιον.
Greek Monotonic
πρόπῠλον: τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον ενικ., σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπῠλον: τό, (πύλη) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ταυτόσημον τῷ προπύλαια, τά, Ἡρόδ. 2. 91, Ἱππ. 1136C, Σοφ. Ἠλ. 1375, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 523, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀνθ. Π. 6. 114, Πλούτ. 2. 363F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2661, 3192, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
πρόπῠλον, ου, τό, πύλη
in pl., like προπύλαια, Hdt., Soph., etc.; in sg., Anth.