κακοηθεύομαι

From LSJ
Revision as of 13:47, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοηθεύομαι Medium diacritics: κακοηθεύομαι Low diacritics: κακοηθεύομαι Capitals: ΚΑΚΟΗΘΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kakoētheúomai Transliteration B: kakoētheuomai Transliteration C: kakoitheyomai Beta Code: kakohqeu/omai

English (LSJ)

A act maliciously, play a scurvy trick, Men.Epit.334; πρὸς τὸν δῆμον Sch.Ar.Lys.313. II Medic., to be malignant, Gal.18(2).464.

German (Pape)

[Seite 1300] arglistig sein od. handeln, Schol. Ar. Nubb. 966.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοηθεύομαι: ἀποθ., εἶμαι ἢ γίνομαι κακοήθης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 313, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐγκιλικίζεται, Ἐτυμ. Μ. σ. 234, 46· - ἐπὶ ἕλκους, τῶν κακοηθευομένων ἑλκῶν Ἀέτ. Ι. σ. 14.

Greek Monolingual

κακοηθεύομαι (Α) κακοήθης
1. ενεργώ ή πράττω κάτι με κακία
2. ιατρ. είμαι ή γίνομαι κακοήθης, γίνομαι δυσίατος ή ανίατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοηθεύομαι [κακοήθης] een vuile streek leveren.