κρουστός

From LSJ
Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουστός Medium diacritics: κρουστός Low diacritics: κρουστός Capitals: ΚΡΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: kroustós Transliteration B: kroustos Transliteration C: kroustos Beta Code: krousto/s

English (LSJ)

ή, όν, A played by striking, ὄργανα Nicom.Harm.2. II κρουστὰ γράμματα· ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν, Phot.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κρουστός, -ή, -όν) κρούω
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση
νεοελλ.
1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος
2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μουσ. τα κρουστά
σύνολο οργάνων τών οποίων ο ήχος παράγεται με κρούση και τα οποία αποτελούν, δίπλα στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις τρεις ομάδες που σχηματίζουν μια ορχήστρα
μσν.-αρχ.
απατηλός, σφαλερόςκρουστά γράμματα
ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν», Φώτ.)
αρχ.
«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα.