ἐκδέκτωρ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ορος, ὁ, A one who takes from another, πόνων one who relieves another's toil, A.Fr.194. 2 successor, τῆς βασιλείας Nic.Dam. p.45 D.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ sucesor τῆς βασιλείας Nic.Dam.60.
German (Pape)
[Seite 756] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.
Russian (Dvoretsky)
ἐκδέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель (ἀντίδουλος καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ δεχόμενος παρ’ ἄλλου, ἐκδ. πόνων (ὡς τὸ διάδοχος), ὁ διαδεχόμενος ἕτερον εἴς τι ἔργον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 194) παρὰ Πλουτ. 98C, Πορφ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 3. 18· ἀλλ’ ὁ Πλούτ. 2. 964F ἔχει ἀνδέκτωρ.
Greek Monolingual
ἐκδέκτωρ ο (Α)
1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο
2. διάδοχος.