ἐκδέκτωρ

From LSJ
Revision as of 19:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδέκτωρ Medium diacritics: ἐκδέκτωρ Low diacritics: εκδέκτωρ Capitals: ΕΚΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: ekdéktōr Transliteration B: ekdektōr Transliteration C: ekdektor Beta Code: e)kde/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, A one who takes from another, πόνων one who relieves another's toil, A.Fr.194. 2 successor, τῆς βασιλείας Nic.Dam. p.45 D.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ sucesor τῆς βασιλείας Nic.Dam.60.

German (Pape)

[Seite 756] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.

Russian (Dvoretsky)

ἐκδέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. заместитель (ἀντίδουλος καὶ πόνων ἐ. Aesch. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ δεχόμενος παρ’ ἄλλου, ἐκδ. πόνων (ὡς τὸ διάδοχος), ὁ διαδεχόμενος ἕτερον εἴς τι ἔργον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 194) παρὰ Πλουτ. 98C, Πορφ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 3. 18· ἀλλ’ ὁ Πλούτ. 2. 964F ἔχει ἀνδέκτωρ.

Greek Monolingual

ἐκδέκτωρ ο (Α)
1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο
2. διάδοχος.