ξυληρός
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ά, όν, A appertaining to timber, σταθμοί SIG975.2 (Delos, iii B. C.). II ξυληρά, ἡ, timber-market, PTeb.316.95 (i A. D.).
Greek Monolingual
ξυληρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλεία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ξυληρά
τόπος αγοράς ξυλείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός)].