νεβρίς
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, gen. ίδος [ῐ] E.Ba.136 (lyr.; late ῖδος D.P.703, 946), νεβρίδα E.Ba.24, Thesp.1, νεβρίσι E. Ba.249, νεβρίδας ib.696:—fawnskin, esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.
German (Pape)
[Seite 235] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας χροός, Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de faon.
Étymologie: νεβρός.
Russian (Dvoretsky)
νεβρίς: ίδος (ῐδ) ἡ (sc. δορά) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. χρυσόπαστος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίς: ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ εἶναι ὁ μόνος τύπος ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα αὐτόθι 24· νεβρίσι αὐτόθι 249· νεβρίδας αὐτόθι 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς ἔνδυμα τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
Greek Monolingual
η (Α νεβρίς, -ῑδος και -ίδος)
το δέρμα του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα του νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρίς)].
Greek Monotonic
νεβρίς: -ίδος, ἡ, δέρμα νεογέννητου ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.
Middle Liddell
νεβρίς, ίδος, ἡ,
a fawnskin, esp. as the dress of Bacchus and the Bacchantes, Eur.