ἐπινήφω
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
to be sober at or be sober in, be abstemious, refrain from drinking, οἱ δι᾽ ἔχθρας τινὰς ἀναγκασθέντες ἐπινήφειν τῷ βίῳ Plu.2.87e; τῇ πράξει for it, Luc.Am.45.
German (Pape)
[Seite 965] dabei nüchtern sein, bleiben, τινί, Luc. Amor. 45; τῷ βίῳ Plut. cap. ex host. ut. p. 272.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
demeurer sobre pendant.
Étymologie: ἐπί, νήφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινήφω: (в чем-л. или в течение какого-л. времени) досл. быть трезвым, перен. быть умеренным, воздержным (τῷ βίῳ Plut.; τῇ πράξει Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινήφω: εἶμαι νηφάλιος πρός τι ἢ ἔν τινι, τῷ βίῳ Πλούτ. 2. 87Ε· τῇ πράξει Λουκ. Ἔρωτ. 45.
Greek Monolingual
ἐπινήφω (Α)
είμαι νηφάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήφω «είμαι νηφάλιος»].