δωδεκάμηνος
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
English (LSJ)
ον, of twelve months, τέλος Pi.N.11.10 (but δυω- codd.): -μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op.752.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.752, Nonn.D.38.114, 40.372
1 de doce meses παῖς Hes.l.c., τέλος Pi.N.11.10, δωδεκαμήνων ὄντων τῶν ἐνιαυτῶν D.S.1.26, λυκάβας Nonn.ll.cc.
2 subst. ἡ δ. periodo de doce meses LXX Da.4.29θ, PPetr.3.134.4, UPZ 112.1.2 (ambos III a.C.), PVindob.Salomons 11.13, POxy.506.15 (ambos II d.C.).
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Monaten, τέλος, Pind. N. 11, 10; poet. δυωδ., Hes. O. 750; δυοκαιδ., Soph. Tr. 645.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de douze mois.
Étymologie: δώδεκα, μήν².
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάμηνος: Pind. = δυωδεκάμηνος.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάμηνος: -ον, ἐκ δώδεκα μηνῶν ἀποτελούμενος, τέλος Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν δώδεκα μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.
English (Slater)
δωδεκᾰμηνος for twelve months, annual ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Er. Schmid: δυωδ- codd.: τὴν πρυτανείαν. Σ) (N. 11.10)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δωδεκάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα μήνες
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα μηνών
3. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάμηνο(ν)
χρονική περίοδος ενός έτους.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δωδεκάμηνος -ον, ook δυωδεκάμηνος [δώδεκα, μήν] van twaalf maanden.