θαυμαστής
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
Ion. θωμ-, οῦ, ὁ, admirer, Ps.-Hdt.Vit.Hom.5 (θωυμ- codd.), Arist. Rh.1384b37, al., Plu.Cat.Mi.25, Ph.Byz.Mir.4.2; ἑαυτοῦ Phld.Vit. p.14J.
German (Pape)
[Seite 1189] ὁ, Bewunderer; Her. vit. Hom. 3; Arist. rhet. 1, 11; Plut. oft u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
admirateur.
Étymologie: θαυμάζω.
Russian (Dvoretsky)
θαυμαστής: οῦ ὁ относящийся с восхищением, почитатель, поклонник Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστής: Ἰων. θωμ-, οῦ, ὁ, ὁ θαυμάζων τινά, Β. Ὁμ. 3, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) θαυμάζω
αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής του Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
θαυμαστής: -οῦ, ὁ (θαυμάζω), αυτός που θαυμάζει, σε Αριστ.