Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐλλαμπρύνομαι

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλαμπρύνομαι Medium diacritics: ἐλλαμπρύνομαι Low diacritics: ελλαμπρύνομαι Capitals: ΕΛΛΑΜΠΡΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ellamprýnomai Transliteration B: ellamprynomai Transliteration C: ellamprynomai Beta Code: e)llampru/nomai

English (LSJ)

Pass., gain distinction, ἰδίᾳ ἐ. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Th.6.12; pride oneself, Luc.Dom.1; ἔργῳ D.C.73.10; ἱππεῦσιν App.BC3.66; πρὸς τὰς φίλας ἐ. λόγοις J.AJ18.3.4.

Spanish (DGE)

1 ganar lustre, distinguirse con, en c. dat. instrum. τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι distinguirse personalmente con el peligro de la ciudad Th.6.12, ἱππεῦσιν App.BC 3.66, ὅπλοις Iul.Ar.278.16, τῷ φωτὶ τῆς ἀρετῆς Gr.Nyss.V.Mos.57.7, δημοσίᾳ Dion.Alex. en Eus.HE 6.41.20
abs. distinguirse Luc.Dom.1, Clem.Al.QDS 1.4.
2 gloriarse de c. dat. λόγοις I.AI 18.76, τῷ ἔργῳ D.C.73.10.2.

German (Pape)

[Seite 800] sich in Etwas glänzend zeigen, sich womit brüsten; τῷ ἔργῳ D. Gass. 73, 19; a. Sp.; absolut, Luc. dom. 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλαμπρύνομαι: блистать, отличаться, прославляться (τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ Thuc.; ἐνευδοκιμῆσαι καὶ ἐλλαμπρύνασθαι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλαμπρύνομαι: παθ., λαμπρύνομαι, διαπρέπω, φαίνομαι μέγας. μηδὲ τούτῳ ἐμπαράσχητε τῷ τῆς πόλεως κινδύνῳ ἰδίᾳ ἐλλαμπρύνεσθαι, μηδὲ νὰ ἐπιτρέψητε εἰς τοῦτον νὰ λαμπρύνηται ἰδίᾳ μὲ κίνδυνον τῆς πόλεως, Θουκ. 6. 12· γαυριῶ, καυχῶμαι, Λουκ. π. Οἰκ. 1· τινί, ἐπί τινι, Δίων Κ. 73. 10.

Greek Monolingual

ἐλλαμπρύνομαι (Α)
1. διαπρέπω
2. επιδεικνύομαι, καυχιέμαι.

Greek Monotonic

ἐλλαμπρύνομαι: (ἐν, λαμπρύνω), Παθ., κερδίζω υπεροχή, διακρίνομαι, αναδεικνύομαι, διαπρέπω, σε Θουκ.

Middle Liddell


Pass. to gain distinction, Thuc. [ἐν, λαμπρύνω