πολυβλαβής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ές, A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271. II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.
German (Pape)
[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.
Russian (Dvoretsky)
πολυβλᾰβής: подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλοβλαβής].