κατάκαρπος
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ον, fruitful, Aristodem. ap. Ath.11.495f, LXX Ho.14.7. Adv. -πως abundantly, κ. κατοικηθήσεται Ἱερουσαλήμ ib.Za.2.4(8).
German (Pape)
[Seite 1352] mit Früchten versehen, fruchtreich; ἀμπέλου κλάδος Aristodem. bei Ath. XI, 495 f; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκαρπος: -ον, καρποφόρος, κλάδος κ. Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 495F·- κ. ἐλαία, ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει καὶ πλούσιος. - Ἐπίρρ. -πως, ἀφθόνως, πλουσίως, Ἑβδ. (Ὡσ. ΙΔ΄, 7).
Greek Monolingual
κατάκαρπος, -ον (AM)
γεμάτος καρπούς.
επίρρ...
κατακάρπως
άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. έγκαρπος, επίκαρπος].