ὠπή
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἡ, (ὄπωπα) A view, sight, ἀντήσειεν ἐς ὠπήν A.R.3.821, cf. 908. 2 look, aspect, Nic.Al.377, Th.657.
Greek (Liddell-Scott)
ὠπή: ἡ, (ὄπωπα), ὄψις, ἀντιάσειεν ἐς ὠπὴν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 821· αὐτὸν κέκλομαι εἰς ὠπήν.. ἰκέσθαι, εἰς ὄψιν μου ἐλθεῖν, αὐτόθι 907, 908. 2) ἡ πρόσοψις, ἡ θέα, τὸ εἶδος, Νικ. Ἀλεξιφ. 376, Θήρ. 657.