ἐπικαταπίπτω

From LSJ
Revision as of 12:01, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταπίπτω Medium diacritics: ἐπικαταπίπτω Low diacritics: επικαταπίπτω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: epikatapíptō Transliteration B: epikatapiptō Transliteration C: epikatapipto Beta Code: e)pikatapi/ptw

English (LSJ)

A fall upon, Luc.Anach.1; γαίῃ Q.S.3.399. 2. metaph., fall to the lot of, λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78.

German (Pape)

[Seite 946] (s. πίπτω), darüber herfallen; Luc. Anachars. 1; Sext. Emp. adv. geom. 27.

French (Bailly abrégé)

tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταπίπτω.

Greek Monolingual

ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)
2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπικαταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταπίπτω:
1 (на что-л.) падать, бросаться: εἰτ᾽ ἐπικαταπεσών, ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ Luc. бросившись (на противника), он не дает (ему) подняться;
2 падать вслед (за чем-л.): ἐπικαταπίπτοντα σημεῖα Sext. последовательно друг за другом наносимые знаки.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to throw oneself upon, Luc.