ὑπερλίαν
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
English (LSJ)
Adv. beyond measure, exceedingly, σοφός Eust.1396.42; τὸ ὑ. Id.1184.18; οἱ ὑ. ἀπόστολοι the 'super-Apostles', 2 Ep.Cor. 11.5, 12.11.
German (Pape)
[Seite 1198] adv., über die Maaßen sehr, richtiger getrennt geschrieben (?).
French (Bailly abrégé)
adv.
excessivement, supérieurement.
Étymologie: ὑπέρ, λίαν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερλίαν: adv. чрезвычайно, сверх меры: ὁ ὑ. NT чрезвычайный, высший.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερλίαν: [ῑ], Ἐπίρρ., ὑπεράγαν, καθ’ ὑπερβολήν, σφόδρα, σοφὸς Εὐστ. 1396. 43· τὸ ὑπερλίαν ὁ αὐτ. 1184. 19· οἱ ὑπ. ἀπόστολοι Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. ια΄, 5, ιβ΄, 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + λίαν.
Greek Monotonic
ὑπερλίαν: [ῑ], επίρρ., υπερβολικά, καθ' υπερβολή, πέρα από κάθε αμφιβολία, βεβαιότατα, σίγουρα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
exceedingly, beyond all doubt, NTest.
Chinese
原文音譯:Øper»fanoj 虛胚雷-法挪士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:在上-顯出(的) 相當於: (זֵד) (יָרוּם / יָרַם / רוּם / רָם / רָמַם)
字義溯源:顯示自己超過別人,狂傲,驕傲的人,狂傲的人,狂傲的;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(φαίνω)=發光)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)。比較: (ἀλαζονεία)=自誇
出現次數:總共(5);路(1);羅(1);提後(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 驕傲的人(2) 雅4:6; 彼前5:5;
2) 狂傲(1) 提後3:2;
3) 狂傲的(1) 羅1:30;
4) 狂傲的人(1) 路1:51