ῥοΐζω

From LSJ
Revision as of 11:13, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοΐζω Medium diacritics: ῥοΐζω Low diacritics: ροΐζω Capitals: ΡΟΪΖΩ
Transliteration A: rhoḯzō Transliteration B: rhoizō Transliteration C: roizo Beta Code: r(oi/+zw

English (LSJ)

ἵππον, (ῥοή) water a horse, ride him in a pond, ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ Hippiatr.87.—The form ῥοϊζομένους is dub.l.in Str.14.5.12.

German (Pape)

[Seite 848] ἵππον, ein Pferd schwemmen, in die Schwemme reiten, auch im med., Lob. Phryn. 616.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοΐζω: ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ ὕδωρ νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ τύπος ῥοϊζομένους εἶναι παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ΜΑ ῥόος / ῥοή]
(σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.).