καθορίζω

From LSJ
Revision as of 00:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθορίζω Medium diacritics: καθορίζω Low diacritics: καθορίζω Capitals: ΚΑΘΟΡΙΖΩ
Transliteration A: kathorízō Transliteration B: kathorizō Transliteration C: kathorizo Beta Code: kaqori/zw

English (LSJ)

determine, τὰς αἰτίας τινός Phld.D.1.14; bound, define, Hsch.:—Med., lay claim to, τόπους Sammelb.5240.9 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1281] reinigen, LXX. u. N. T. begränzen, bestimmen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καθορίζω: ὡς καὶ νῦν, «ὁρίζω» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καθορίζω)
ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)
νεοελλ.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
αρχ.
μέσ. καθορίζομαι
πάπ. εγείρω αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁρίζω (< ὅρος)].