ἐπιπλάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλάζομαι Medium diacritics: ἐπιπλάζομαι Low diacritics: επιπλάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiplázomai Transliteration B: epiplazomai Transliteration C: epiplazomai Beta Code: e)pipla/zomai

English (LSJ)

fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλάζομαι: (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.

English (Autenrieth)

aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.

Greek Monolingual

ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.

Greek Monotonic

ἐπιπλάζομαι: μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. -πλάγξομαι aor1 ἐπεπλάγχθην
Pass.:— to wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.