συγκαλινδέομαι
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
Pass., roll about with, c. dat., Placit.4.19.3, v.l. for συγκυλ- in X.Smp.8.32.
German (Pape)
[Seite 964] pass., sich mit-, zusammenwälzen, Plut. plac. phil. 4, 19.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se rouler ensemble.
Étymologie: σύν, καλινδέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλινδέομαι: διάφορ. γραφ. παρὰ Ξενοφ. ἀντὶ συγκυλ-, Πλούτ. 2. 902C.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλινδέομαι: вместе катиться, скатываться (Plut.; Xen. - v.l. συγκυλινδέομαι).