μαυρός
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
όν, = ἀμαυρός, Hdn.Gr.1.193 (μαῦρος codd.); μαῦρος Hsch.; cited (without transl.) as properisp. by Gal.18(2).518.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ἀμαυρός.
Greek Monolingual
μαυρός, -όν (Α)
αμαυρός, θαμπός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μαυρῶ (βλ. λ. μαυρώνω)].
German (Pape)
wie ἀμαυρός, dunkel, unscheinbar, Vetera Lexica, die μαῦρος akzentuieren.