μίγδα
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Adv. promiscuously, confusedly, Od.24.77, h.Cer.426, Alc. 70: c. dat., μίγδ' ἄλλοισι θεοῖσι among the gods, Il.8.437.
German (Pape)
[Seite 182] wie μίγα, gemischt, vermischt; μίγδ' ἄλλοισι θεοῖσι, mit den Göttern, Il. 8, 437; ὀστέα σοῦ καὶ Πατρόκλου κεῖται μίγδα, Od. 24, 77; H. h. Cer. 426.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle.
Étymologie: R. Μιγ, mêler ; v. μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
μίγδᾰ: adv. вперемешку, вместе (κεῖσθαι Hom.): μ. ἄλλοισι θεοῖσι Hom. вместе с прочими богами.
Greek (Liddell-Scott)
μίγδᾰ: Ἐπίρρ., ἀναμίξ, Ὀδ. Ω. 77, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 426· μετὰ δοτ., μίγδα θεοῖς, μεταξὺ τῶν θεῶν, Ἰλ. Θ. 437. Πρβλ. μίγα.
English (Autenrieth)
promiscuously, together, Il. 8.437, Od. 24.77.
Greek Monolingual
μίγδα (Α)
επίρρ. ανακατεμένα, ανάμικτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβδα, φυγδα)].
Greek Monotonic
μίγδᾰ: επίρρ. -μίγα, αναμεμειγμένα, ανάκατα, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., μίγδα θεοῖς, ανάμεσα στους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= μίγα
promiscuously, confusedly, Od.; c. dat., μίγδα θεοῖς among the gods, Il.