ἀκρόλοφος

From LSJ
Revision as of 08:59, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόλοφος Medium diacritics: ἀκρόλοφος Low diacritics: ακρόλοφος Capitals: ΑΚΡΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: akrólophos Transliteration B: akrolophos Transliteration C: akrolofos Beta Code: a)kro/lofos

English (LSJ)

ον, high-crested, peaked, πρῶνες Opp.C.1.418; πέτραι AP12.185 (Strat.):—Subst., mountain crest, Plu.Publ.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 de altos picos πρῶνες Opp.C.1.418, πέτραι AP 12.185 (Strat.).
2 subst. ὁ ἀ. pico de una montaña, Arist.Pepl.63, Plu.Publ.22.

German (Pape)

[Seite 83] ὁ, Hügelspitze, Plut. Popl. 22. – Adj. -φοι πέτραι, hohe Felsen, Strat. 27 (XII, 185); πρῶνες Opp. Cyn. 1, 418.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sommet élevé ; subst.ἀκρόλοφος sommet d'une colline.
Étymologie: ἄκρος, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόλοφος: IIвершина холма Plut.
с высокой вершиной (πέτραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν τὸν λόφον, τὴν κορυφήν, πέτραι, Ὀππ. Κ. 1. 418, Ἀνθ. Π. 12. 185˙ ὡς οὐσιαστ., δειράς, «ῥάχη», Πλουτ. Ποπλίκ. 22.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.

Greek Monotonic

ἀκρόλοφος: -ον, I. αυτός που έχει υψηλή κορυφογραμμή, βουνοκορφή, ο με κορυφή, μυτερός, σε Ανθ.
II. ως ουσ. βουνοκορφή, σε Πλούτ.

Middle Liddell


I. high-crested, peaked, Anth.
II. as substantive a mountain crest, Plut.