χρυσόροφος

From LSJ
Revision as of 07:04, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόροφος Medium diacritics: χρυσόροφος Low diacritics: χρυσόροφος Capitals: ΧΡΥΣΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chrysórophos Transliteration B: chrysorophos Transliteration C: chrysorofos Beta Code: xruso/rofos

English (LSJ)

ον, with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also χρῡσ-ώροφος, σκηνή Plu.2.329d.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldener Decke, Luc. Cyn. 9, s. Lob. Phryn. p. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit d'or.
Étymologie: χρυσός, ὄροφος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόροφος: с золоченой кровлей, златоверхий (σκηνή Plut.; οἰκία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόροφος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν ὀροφήν, Φιλόξ. 14, Λουκ. Κυνικὸς 9· ὡσαύτως -ώροφος, Πλούτ. 2. 329D· - πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 706.

Greek Monolingual

και χρυσώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ὄροφος (πρβλ. οὐρανόροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με -ω- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρώροφος)].