κρυσταλλόπηκτος

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

ον, congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

German (Pape)

zu Eis gefroren; φυσήματα Eur. Rhes. 441; νᾶμα Paul.Sil. Therm. Pyth. 95.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλόπηκτος, σακχαρόπηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματοπήξ, κλινοπήξ].

Greek Monotonic

κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.