διασαφηνίζω
English (LSJ)
make clear, X.Mem.3.1.11, Ap.1; τινὶ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33, cf. Aët.13.15:—Pass., HeroBel.98.6:
Spanish (DGE)
1 mostrar claramente, poner de manifiesto, explicar ταῦτα X.Mem.3.1.11, cf. Ap.1, Ξενοφάνης ... οὐθὲν διεσαφήνισεν Arist.Metaph.986b22, τὸ νόημα Gr.Nyss.Mort.60.7, τὸ ὅραμα Sibyll.Tib.6, cf. Aët.13.13, Sch.Pi.O.13.105, en v. pas. Hero Bel.98.6
•c. interr. indir. ὅτου ἕνεκα τοὺς μὲν προτιμᾷ X.Lac.4.3.
2 informar, comunicar τῷ Οὐεργινίῳ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33.
German (Pape)
[Seite 601] dasselbe, Xen. Mem. 6, 1, 11 u. öfter; auch Sp.
French (Bailly abrégé)
c. διασαφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σαφηνίζω (helemaal) duidelijk maken, duidelijk laten zien.
Russian (Dvoretsky)
διασᾰφηνίζω: Xen., Arst. = διασαφέω.
Greek Monolingual
βλ. διασαφώ.
Greek Monotonic
διασᾰφηνίζω: μέλ. -ίσω, καθιστώ κάτι αρκετά ξεκάθαρο, διευκρινίζω, επεξηγώ, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
διασᾰφηνίζω: ποιῶ τι σαφές, διευκρινῶ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Ἀπολ. 1.