μαρμαρυγώδης
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ες, 'seeing sparks', ὄμματα Hp. Acut.42; μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν Id.Prorrh.2.35.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρῠγώδης: -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
Greek Monolingual
μαρμαρυγώδης, -ῶδες (Α) μαρμαρυγή
αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).