ξυρίζω

From LSJ
Revision as of 05:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίζω Medium diacritics: ξυρίζω Low diacritics: ξυρίζω Capitals: ΞΥΡΙΖΩ
Transliteration A: xyrízō Transliteration B: xyrizō Transliteration C: ksyrizo Beta Code: curi/zw

English (LSJ)

= ξυρέω, Sch.Nic.Al.410:—Med., fut. inf. -ιεῖσθαι, f.l. for ξυρεῖσθαι, Alciphr.3.66.

German (Pape)

[Seite 282] poet. = ξυράω, Sp., wie Alciphr.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίζω: ξῠρίζομαι, μεταγεν. τύποι τοῦ ξυράω, Ἀλκίφρων 3. 66.

Greek Monolingual

και ξουρίζωξυρίζω) ξυρόν
κόβω με ξυράφι ώς το δέρμα τις τρίχες διαφόρων μερών του σώματος, κυρίως του προσώπου
νεοελλ.
1. (για παγερό άνεμο, ιδίως για τον βοριά) είμαι σφοδρός και παγερός, πνέω με ψυχρές ριπές
2. ταλαιπωρώ κάποιον ακατάσχετα με φλυαρία και ψεύδη
3. πωλώ κάτι πολύ ακριβά («αυτό το μαγαζί ξυρίζει»).