πυρναῖος

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρναῖος Medium diacritics: πυρναῖος Low diacritics: πυρναίος Capitals: ΠΥΡΝΑΙΟΣ
Transliteration A: pyrnaîos Transliteration B: pyrnaios Transliteration C: pyrnaios Beta Code: purnai=os

English (LSJ)

α, ον, fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).

German (Pape)

[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d'autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar.

Russian (Dvoretsky)

πυρναῖος: съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v.l. πυρραῖος).

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.

Middle Liddell

πυρναῖος, η, ον πύρνον
fit for eating, Theocr.